αγιούπας

αγιούπας
o Ζωολ.
κοινή ονομασία τού γύπα (Gyps fulvus).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγιούπας — ο το όρνιο γύπας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγούπας — ο ο αγιούπας* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”