Dictionary of Greek. 2013.
αγιούπας — ο το όρνιο γύπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγούπας — ο ο αγιούπας* … Dictionary of Greek